- έκτροπος
- -η, -ο (Α ἔκτροπος, -ον)Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνσηεπομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστοςνεοελλ.συν. στον πληθ. τα έκτροπαανάρμοστες, άπρεπες πράξειςII. επίρρ. ἐκτρόπωςκατά παρέκβαση από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.